φανφαρονισμός

φανφαρονισμός
και φαμφαρονισμός, ο, Ν
ανόητη κομπορρημοσύνη, κενή μεγαλοστομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανφαρόνος + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαμφαρονισμός — ο, Ν βλ. φανφαρονισμός …   Dictionary of Greek

  • φανφάρα — (Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”